ισοσκελίζω

ισοσκελίζω
[ισοσκελής]
(για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) καθιστώ ισοσκελή, εξισώνω τη χρέωση με την πίστωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισοσκελίζω — ισοσκελίζω, ισοσκέλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ισοσκελίζω — ισοσκέλισα, ισοσκελίστηκα, ισοσκελισμένος, εξισώνω τα αντίστοιχα μέρη, τα έσοδα και τα έξοδα: Ισοσκελίζω τον προϋπολογισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικρύζω — [αντίκρυ] 1. βρίσκομαι αντίκρυ 2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου 3. συναντώ 4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω 5. αντιλέγω, αυθαδιάζω 6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου») …   Dictionary of Greek

  • ισοσκέλιση — η [ισοσκελίζω] 1. η ισότητα δύο σκελών 2. (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) η εξίσωση εσόδων και εξόδων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”